- ἐξανθρωπισθείητε
- ἐξανθρωπίζωhumanizeaor opt pass 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… … Dictionary of Greek